σάφα

σάφα
σάφα
Grammatical information: Adv.
Meaning: `surely, certainly, definitely', esp. with οῖ᾽δα, also w. other verbs of ḳnowing and saying (Il.).
Derivatives: Besides σαφής adj. `sure, definite, apparent, clear, evident' (Pi., A.; σαφές h. Merc.; s. bel.) with adv. σαφέως, σαφῶς `id.' (h. Cer.). Expressive enlargement σαφ-ηνής, Dor. -ᾱνής, adv. -ηνέως (Pi., trag.; adv. also Hdt.), after ἀπ-, προσ-ηνής a. o. (to be rejected Prellwitz Glotta 19, 95ff.), with σαφήν-εια f. `clarity, clearness' (Att. since A., Alcmaion; opposite ἀσάφεια from ἀ-σαφής), -ίζω `to make clear, to explain' (IA.) with -ισμός, -ιστικός (late). -- Quite doubtful σαφήτωρ μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής H., as if from *σαφέω (διασαφέω since E.); certainly only arisen from a v. l. Ι 404 (for ἀφήτωρ).
Origin: XX [etym. unknown]; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Of the above words the earliest attested adv. σάφα (on the formation Schwyzer 622) seems to be the oldest; from this σαφέως (as τάχα : ταχέως), the ntr. σαφές (σαφες δ' οὑκ οῖ᾽δα h.Merc. 208) with σαφέστερον, and to this at last σαφής (Leumann Hom. Wörter 112 n. 77). -- Unexplained. Often analysed as in σα-φής with the 2. member of φάος, φαίνω; before this σα- as strengthening element, and this either with Prellwitz BB 22, 81 ff. to σάος (*tuh₂-; s. σῶς and τύλη) or with Brugmann IF 39, 114ff. to τίς (*kʷih₂-); prop. exclamation; cf. Σίσυφος and σοφός. Against this after Grošelj Živa Ant. 1, 127 to Ion. σάω `sieve' (s. διαττάω and σήθω), so prop. *'sieved'; -φα as in μέσφα. Older proposals in Bq and W.-Hofmann s. faber, sapiō and tabula. -- Estensively on σάφα Luther "Wahrheit" u. "Lüge" 61 ff.; s. also Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 20 (Kl. Schr. [Göteborg 1966] 18). -- Furnée suggests several connections, which are not evident (index s.v.); he concludes to Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,684

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάφα — clearly poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάφα — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα 2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.) 3. φρ. «σάφα λέγω» λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • σαφανῆς — σαφᾱνῆς , σαφανής masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφᾱνῆς , σαφανής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σαφᾱνῆς , σαφηνής plain truth masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφᾱνῆς , σαφηνής plain truth masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφανές — σαφᾱνές , σαφανής masc/fem voc sg σαφᾱνές , σαφανής neut nom/voc/acc sg σαφᾱνές , σαφηνής plain truth masc/fem voc sg (doric) σαφᾱνές , σαφηνής plain truth neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφανέως — σαφᾱνέως , σαφανής adverbial (epic doric ionic aeolic) σαφᾱνέως , σαφηνής plain truth adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάφ' — σάφα , σάφα clearly poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρέμας — ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α) επίρρ. 1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά 2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά 3. απαλά, ευγενικά 4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» είμαι ήρεμος, ησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων …   Dictionary of Greek

  • είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… …   Dictionary of Greek

  • οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”